-
1 зубоврачебный
зубоврачебный: \зубоврачебный кабинет το οδοντιατρείο* * *зубовраче́бный кабине́т — το οδοντιατρείο
-
2 кабинет
кабинет м в разн. знач. το γραφείο рабочий \кабинет το γραφείο зубоврачебный \кабинет το οδοντιατρείο \кабинет министров το υπουργικό συμβούλιο* * *м в разн. знач.το γραφείοрабо́чий кабине́т — το γραφείο
зубовраче́бный кабине́т — το οδοντιατρείο
кабине́т мини́стров — το υπουργικό συμβούλιο
-
3 кабинет
το γραφείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кабинет
-
4 зубоврачебный
[ζουμπαβρατσιέμπνυϊ/] εκ. οδοντιατρείο -
5 зубоврачебный
[ζουμπαβρατσιέμπνυϊ] επ οδοντιατρείο
См. также в других словарях:
οδοντιατρείο — το ιατρείο τού οδοντιάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οδοντίατρος. Η λ., στον λόγιο τ. ὀδοντιατρεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
οδοντιατρείο — το ιατρείο όπου γίνεται θεραπεία των δοντιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οδοντιατρική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις των δοντιών και τη θεραπεία τους. Η ο. ασκούσαν με επιτηδειότητα στους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου· μερικές προθέσεις δοντιών καλής κατασκευής βρέθηκαν σε τάφους Φοινίκων και Ετρούσκων.… … Dictionary of Greek